Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καγχαστής — ο (Α καγχαστής) [καγχάζω] αυτός που καγχάζει, αυτός που γελά ηχηρά και χλευαστικά … Dictionary of Greek
καγχάς — καγχάς, άντος, ὁ (Α) [καγχάζω] 1. αυτός που καγχάζει, ο καγχαστής 2. κωμικός υποκριτής τής δωρικής σκηνής … Dictionary of Greek